- διπρωτόδοντα
- (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία ή την ατροφία των κυνόδοντων. Πρόκειται για φυτοφάγα, καρποφάγα και εντομοφάγα ζώα που ζουν στην Αυστραλία και στα γειτονικά νησιά.
* * *ταμαρσιποφόρα θηλαστικά (καγκουρώ, κοάλα, φαλαγγιστές) με δύο μόνο κοπτήρες στην κάτω σιαγόνα και χωρίς κυνόδοντες.
Dictionary of Greek. 2013.